-
1 профессия
профессия ж το επάγγελμα* по \профессияи... κατ' επάγγελμα...* * *жτο επάγγελμαпо профе́ссии… — κατ' επάγγελμα...
-
2 профессия
профессия я ж τό ἐπάγγελμα:кто он по \профессияи? ποιο εἶναι τό ἐπάγγελμα του;, τί ἐπαγγέλεται;· он врач по \профессияи εἶναι γιατρός τό ἐπάγγελμα -
3 промысел
промысел 1-сла α.1. επάγγελμα, επιτήδευμα• τέχνη•гончарный промысел η αγγειοπλαστική•
кустарный промысел βιοτεχνία χειροτεχνία•
кузнечный промысел σιδηρουργία.• отхожий -.εποχιακή εργασία•
рыболовный промысел αλιεία.• охотничий промысел το κυνήγι (ως επάγγελμα).
2. (συνήθως πλθ. -слы, -ов) επιχειρήσεις•соляные -ы τα αλατορυχεία•
нефтяные -ы επιχειρήσεις πετρελαίου•
железорудные -ы μεταλλευτικές επιχειρήσεις.
|| δευτερεύον (βοηθητικό) επάγγελμα.промысел 2βλ. промысл. -
4 дело
1. (специальность, профессия, область знаний, круг знаний) το επάγγελμα, η τέχνηη δουλειά, η ασχολία, η επαγγελματική δράσηкнигоиздательское - οι εκδόσεις (πλ.)столярное - см. плотничье -2. (канц.) о φάκελος 3. (событие, факт, положение вещей, обстоятельства) η υπόθεση, το πράγμα, το ζήτημα 4. (круг ведения) η αρμοδιότητα, η δικαιοδοσία 5. (труд, работа) η δουλειά, η επαγγελματική δράση 6. (κ>ρ.) η υπόθεση, η δίωξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дело
-
5 занятие
занятие с 1) η ασχολία, η απασχόληση, η δουλειά род \занятией το επάγγελμα 2) мн.: \занятиея (учебные ) τα μαθήματα* * *с1) η ασχολία, η απασχόληση, η δουλειάрод заня́тий — το επάγγελμα
2) мн.заня́тия (учебные) — τα μαθήματα
-
6 ремесло
-
7 интернатура
η περίοδος που ο ιατρός αρχίζει να εξασκεί το επάγγελμα του και εκπαιδεύεται στο νοσοκομείοη (υποχρεωτική) ιατρική πρακτική εξάσκηση (μετά την ιατρική σχολή)разг. το αγροτικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интернатура
-
8 мастерство
1. (ремесло) το επάγγελμα, η τέχνη 2. (большое умение, искусство) η τέχνη, η δεξιότητα, η δεξιοτεχνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мастерство
-
9 профессия
το επάγγελμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профессия
-
10 ремесло
η τέχνη, το επάγγελμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ремесло
-
11 специальность
1. (профессия) το επάγγελμα 2. (специализация) η ειδικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > специальность
-
12 адвокатура
адвокат||у́раж1. (профессия) τό δικηγορικό[ν] ἐπάγγελμα;2. собир. οἱ δικηγόροι. -
13 занятие
занят||иес1. (труд, работа) ἡ ἀσχολία, ἡ ἀπασχόληση [-ις], ἡ ἐργασία:род \занятиеий τό ἐπάγγελμα· побочное \занятие τό πάρεργο·2. \занятиеия мн. (учеба) οἱ ἀσχολίες, οἱ ἐργασίες / τά (σχολικά) μαθήματα (школьные):практические \занятиеия (лабораторные) τά ἐργαστηριακά μαθήματα, τά ἐργαστήρια· часы \занятиеий а) (в школе) οἱ ὠρες τῶν μαθημάτων, б) (в институте) οἱ παραδόσεις· тактические \занятиеия воен. μαθήματα τακτικής·3. (времяпрепровождение) разг ἡ ἀσχολία·4. (захват) ἡ κατάληψη [-ις]:\занятие города ἡ κατάληψη τής πόλης. -
14 мастерство
мастерствос1. (ремесло) τό ἐπάγγελμα, ἡ τέχνη, τό ἐπιτήδευμα·2. (умение) ἡ μαστοριά, ἡ τέχνη, ἡ δεξιότητα [-ης]. -
15 переквалифицироваться
переквалифи||ци́роватьсясов и несов ἀλλάζω ἐπάγγελμα, ἀλλάζω εἰδικότητα -
16 по
попредлог Α. с дат. п.1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·7. (при указании родства, близости):родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει. -
17 практиковать
практик||овать1. (применять) ἐφαρμόζω, ἐκτελώ στήν πράξη·2. (о враче, адвокате и т. п.) уст. ἐξασκώ τό ἐπάγγελμα. -
18 промысел
про́мыс||елм1. (занятие, ремесло) τό ἐπάγγελμα, ἡ τέχνη, τό ἐπιτήδευμα:кустарный \промысел ἡ βιοτεχνία· рыбный \промысел ἡ ἀλιεία· охотничий \промысел ἡ κυνηγεσία, τό κυνήγι· китобойный \промысел ἡ φαλαινοθηρία· отхожий \промысел ἡ δουλειά τής ἐποχής·2. чаще мн. (предприятие):нефтяные \промыселлы οἱ πετρελαιοπηγές· соляные \промыселлы οἱ ἀλυκές, τά ἀλατωρυχεϊα. -
19 ремесло
ремеслос ἡ τέχνη, τό ἐπάγγελμα:столярное \ремесло ἡ ἐπιπλοποιία, ἡ μαραγκοσύνη· слесарное \ремесло ἡ τέχνη τού κλειδαρά· \ремесло портного ἡ ραπτική· сапожное \ремесло ἡ τέχνη τού τσαγγάρη· скорняжное \ремесло ἡ βυρσοδεψική· переплетное \ремесло ἡ βιβλιοδετική. -
20 свободный
свобод||ный"Р"·?·1. ἐλεύθερος:\свободныйный выбор ἡ ἐλεύθερη ἐκλογή·2. (не занятый) χηρεύων, Κενός:\свободныйное место ἡ χηρεύουσα (или ἡ κενή) θέση· з. (об одежде) εὐρύχωρος·4. (лишний) ἐλεύθερος, διαθέσι-I-0?· \свободныйНое время ὁ ἐλεύθερος χρόνος· \свободныйные деньги τα διαθέσιμα χρήματα·5. (5еспрепятственныщ ἐλεύθερος, ἀνεμπόδιστος:\свободныйный доступ ἡ ἐλεύθερη προσέλευση, ἡ ἐλεύθερη είσοδος· \свободныйное дыхание ἡ ἐλεύθερη ἀναπνοή· ◊ \свободныйная профессия τό ἐλεύθερο ἐπάγγελμα.
См. также в других словарях:
ἐπάγγελμα — promise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek
επάγγελμα — το, ατος 1. η συνηθισμένη απασχόληση κάποιου για βιοπορισμό, εργασία βιοποριστική, επιτήδευμα. 2. φρ., «ελευθέρια επαγγέλματα», εκείνα που ασκούνται όχι από υπαλλήλους με ορισμένο μισθό (όπως είναι του γιατρού, του δικηγόρου, του λογοτέχνη κ.ά.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαγγελμάτων — ἐπάγγελμα promise neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλμασι — ἐπάγγελμα promise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλμασιν — ἐπάγγελμα promise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλματα — ἐπάγγελμα promise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλματι — ἐπάγγελμα promise neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλματος — ἐπάγγελμα promise neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek